- προβενεκίδη
- η, Ν(φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που προέρχεται από το βενζοϊκό οξύ, εξουδετερώνει το ουρικό οξύ και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική αγωγή τής αρθρίτιδας και ως πρόσθετο τής πενικιλλίνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.